- υπόδυμα
- -ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω]1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα2. ένδυμα, υποδύτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδύμασιν — ὑπόδυμα tunic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek